- μπούλμπερη
- η уст.1) пирит; 2) пепел, зола; пыль;
§ στάχτη και μπούλμπερη να γίνουν όλα — пусть всё прахом пойдёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ στάχτη και μπούλμπερη να γίνουν όλα — пусть всё прахом пойдёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπούλμπερη — η βλ. πούλβερη … Dictionary of Greek
πούλβερη — και πύλβερη και μπούλμπερη και πούρμπερη η, Ν 1. η σκόνη 2. μτφ. η πυρίτιδα, το μπαρούτι 3. φρ. «έγινε πούλβερη και κουρνιαχτός» λέγεται για κάποιον ή κάτι που εξαφανίστηκε, που χάθηκε ή που καταστράφηκε ακαριαία και ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek